Ana María Matute (1925-2014)
Ραφαέλ (1963)
Μετάφραση: Μαρίνα Δήμου, Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)
Ο Ραφαέλ ήταν ένα ξανθό, γαλανομάτικο αγόρι, γιος κάποιων ευκατάστατων καλλιεργητών του χωριού. Είχε μερικά μεγαλύτερα και μικρότερα από αυτόν αδέρφια, που ζούσαν και εργάζονταν στον κάμπο, όπως οι περισσότεροι από τους κατοίκους. Επειδή όμως εκείνος ήταν διαφορετικός, αποτελούσε ενόχληση για την οικογένειά του. Έτσι τον έστειλαν στα βουνά με το κοπάδι του και πολύ σπάνια κατέβαινε στο χωριό.
Τον θυμάμαι πολύ καλά τον Ραφαέλ να περνάει τον λόφο Σεστίλ, πίσω απ’ το σπίτι μας, με το κοπάδι του. Εμείς τον Ραφαέλ τον αγαπούσαμε, γιατί ήταν γλυκός, αξιαγάπητος κι έλεγε πολύ ξεχωριστά πράγματα. Εξαιτίας όμως αυτών των ιδιαίτερων πραγμάτων που έκανε κι έλεγε, τον απομάκρυναν τ’ αδέρφια του και οι γονείς του. Αλλά αυτός ακριβώς ο λόγος ήταν που προσείλκυε τη δική μας τρυφερότητα. Παρόλο που δεν καταφέρναμε να καταλάβουμε τελείως αυτό που συνέβαινε στον Ραφαέλ, το να τον βλέπουμε πάντα μας ευχαριστούσε. Έτσι, όταν φαινόταν η μικροσκοπική φιγούρα του πάνω από τους βράχους του φαραγγιού, βγαίναμε και κάνοντας χωνί τα χέρια μας στο στόμα, τον φωνάζαμε. Τότε αυτός τραγουδούσε. Όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι, το έκανε πολύ άσχημα και οι υπηρέτριες ακούγοντάς τον έκλαιγαν από τα γέλια. Όμως εμάς μας άρεσε κι ακόμα, μερικές φορές, μας συγκινούσε.
Ο Ραφαέλ αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου κι ήταν ο μόνος στον οποίο είχε εμπιστοσύνη και του έλεγε τα μυστικά του. Μας άρεσε να τον βλέπουμε να έρχεται, μ’ εκείνη την αόριστη έκφρασή του, και να μας λέει:
«Είναι εδώ ο πατέρας σας; Πρέπει να του μιλήσω».
Ο πατέρας μου τον άκουγε πάντα με υπομονή. Ο Ραφαέλ είχε μια εμμονή: να παντρευτεί. Όμως καμιά κοπέλα του χωριού δεν τον ήθελε κι έτσι κατασκεύαζε αρραβωνιαστικιές κατά πως του άρεσε. Θυμάμαι ότι μια φορά είχε φτιάξει ένα δαχτυλίδι από ασημόχαρτο.
«Βλέπετε;» είπε μ’ ένα χαμόγελο λίγο ζαβολιάρικο και λίγο αθώο.
«Είναι πολύ όμορφο» συμφώνησε ο πατέρας μου.
Το κομμάτι από το ασημόχαρτο γυάλιζε στον ήλιο, πάνω στο ροζιασμένο και σκούρο δάχτυλο. Ο Ραφαέλ χαμήλωσε τη φωνή…
Μετά έβγαλε ένα μεγάλο πορτοφόλι κι έδειξε τις φωτογραφίες των αρραβωνιαστικιών του. Έδειχναν ηθοποιούς του κινηματογράφου κι ήταν κομμένες από εφημερίδες και περιοδικά. Όλοι επικροτήσαμε το καλό του γούστο και ομολογώ ότι εμείς, τα παιδιά, πιστεύαμε επιφυλακτικά –αν και με μεγάλη ικανοποίηση– σ’ εκείνους τους τόσο όμορφους έρωτες.
Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε ο πόλεμος. Όταν επιστρέψαμε στη Μανθίγια, όλα είχαν αλλάξει εκτός από τον Ραφαέλ. Οι άνθρωποι ήταν λιγότερο αθώοι, λιγότερο ευγενικοί, λιγότερο ανιδιοτελείς. Μόνο ο Ραφαέλ, χωρίς νιάτα πια, συνέχιζε όπως πρώτα. Συνέχιζε να οδηγεί το κοπάδι του από πάνω απ’ τον Σεστίλ, μέσα απ’ το γρασίδι του Σεπτέμβρη. Μιλούσε ίσως λιγότερο και στα μάτια του υπήρχε μια λύπη που δεν είχαμε γνωρίσει ως τότε.
Μια μέρα η μαγείρισσα μάς είπε:
«Του Ραφαέλ του ‘χει χωθεί στο μυαλό πως όλα τα παιδιά του χωριού είναι δικά του».
Συχνά τον έβλεπε κανείς να παρακολουθεί κρυφά τα παιδιά… Υπήρχαν, ιδιαίτερα, δυο πολύ ξανθά παιδάκια, τα οποία λάτρευε. Τους έφερνε αμύγδαλα και καραμέλες, και τους έφτιαχνε σφυρίχτρες από καλάμια. Μια μέρα τους έφερε ένα κοτσύφι σ’ ένα κλουβί φτιαγμένο χοντροκομμένα απ’ τον ίδιο, και την άλλη μέρα μας είπαν:
«Τον κακόμοιρο τον Ραφαέλ! Ο πατέρας του του Αλφρεδίν και του Ματέο κουράστηκε πια μ’ αυτή την ιστορία. Τον περίμενε κρυμμένος, τον άρπαξε απ’ τ’ αυτί και τον έλιωσε στο ξύλο μ’ ένα παλούκι τόσο χοντρό! Μετά έδωσε μια τέτοια κλωτσιά στο κλουβί που το κοτσύφι έφυγε πετώντας, κι ήταν άλλο να σου λέω κι άλλο να το βλέπεις.
«Και τι έγινε με τον Ραφαέλ;»
«Τι ήθελες να γίνει; Με τη μύτη του ματωμένη, δαρμένος, έκατσε δίπλα στη μάντρα κι έκλαιγε».
Το κοτσύφι το είχε σκάσει κι ο Ραφαέλ ποτέ δεν βρήκε τον έρωτά του. Δεν τον ξαναείδαμε στα βουνά. Αρρώστησε, έμενε κλεισμένος σπίτι του και μόνο κατά τη Μέρα του Σταυρού, όταν περνούσε η λιτανεία, έγερνε στο παράθυρό του. Το πρόσωπό του, χλωμό και λυπημένο, έμοιαζε με πρόσωπο αγνώστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου