Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

«Η παρθένα, ο ναύτης και ο σπουδαστής» του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Federico García Lorca
Η παρθένα, ο ναύτης και ο σπουδαστής (1928)
Μετάφραση: Ηλίας Οικονομόπουλος (2021)

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Η ΠΑΡΘΕΝΑ
ΜΙΑ ΓΡΙΑ
Ο ΝΑΥΤΗΣ
Ο ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ
Η ΜΗΤΕΡΑ


Μπαλκόνι.

ΓΡΙΑ - (Στον δρόμο.) Σαλιγκάααρια. Μαγειρεύονται με δυόσμο, σαφράνι και φύλλα δάφνης.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Σαλιγκαράκια του αγρού. Μοιάζουν, έτσι που ’ναι στριμωγμένα στο πανέρι, με αρχαία πόλη της Κίνας.
ΓΡΙΑ - Τούτη εδώ η γριά τα πουλάει. Είναι μεγάλα και σκουρωπά. Τέσσερα απ’ αυτά τα βάζουνε με φίδι. Τι σαλιγκάρια! Θέ μου, τι σαλιγκάρια!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Άσε με να κεντήσω. Τα μαξιλάρια μου δεν έχουν τ’ αρχικά μου και τούτο πολύ με φοβίζει… Γιατί ποια κοπελίτσα στον κόσμο δεν έχει σημαδέψει τα φορέματά της;
ΓΡΙΑ - Ποιο είναι τ’ ονοματάκι σου;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Εγώ κεντάω στα ρούχα μου όλο το αλφάβητο.
ΓΡΙΑ - Για ποιο λόγο;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Για να με φωνάζει όποιος άντρας είναι μαζί μου κατά πως θέλει.
ΓΡΙΑ - (Λυπημένη.) Τότε είσαι ξεδιάντροπη.
ΠΑΡΘΕΝΑ - (Χαμηλώνοντας τα μάτια.) Ναι.
ΓΡΙΑ - Θα σε λέει δηλαδή Μαρία, Ρόζα, Τρινιδάδ; Σεγισμούνδα;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι άλλα, κι άλλα.
ΓΡΙΑ - Εουστάκια; Ντοροτέα; Χενάρα;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα…

ΠΑΡΘΕΝΑ σηκώνει τις παλάμες της, αδυνατισμένες απ’ την αγρύπνια στα μετάξια και τους καμβάδες. Η ΓΡΙΑ το σκάει στηριγμένη στον τοίχο, δίπλα σε μια Σιβηρία από σκούρα κουρέλια, όπου ψυχορραγεί το πανέρι γεμάτο από ξεροκόμματα.)
ΠΑΡΘΕΝΑ - Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν. Μέχρι εδώ καλά είναι. Πάω να κλείσω το μπαλκόνι. Θα συνεχίσω το κέντημα πίσω απ’ τα τζάμια.

(Διακοπή.)

Η ΜΗΤΕΡΑ - (Από μέσα.) Κόρη μου, κόρη μου, κλαις;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι. Είναι που αρχίζει να βρέχει.

(Μια βενζινάκατος γεμάτη με γαλάζιες σημαίες διασχίζει τον κολπίσκο αφήνοντας πίσω το τρεμουλιαστό τραγούδι της. Η βροχή φοράει στην πόλη τον σκούφο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας. Στις ταβέρνες του λιμανιού ξεκινάει ένα μεγάλο γύρω γύρω όλοι από τους μεθυσμένους ναύτες.)

ΠΑΡΘΕΝΑ - (Τραγουδώντας.)
Άλφα, Βήτα, Γάμα.
Θε’ να μείνω με ποιο γράμμα;
Από Νι αρχίζει ο Ναύτης
Κι από Σίγμα ο Σπουδαστής,
Άλφα, Βήτα, Γάμα.

ΝΑΥΤΗΣ - (Μπαίνοντας.) Εγώ.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Εσύ.
ΝΑΥΤΗΣ - (Λυπημένος.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα του βάλω σημαίες και ζαχαρωτά.
ΝΑΥΤΗΣ - Αν θελήσει ο καπετάνιος.

(Παύση.)

ΠΑΡΘΕΝΑ - (Λυπημένη.) Δεν αξίζει πολλά το καράβι!
ΝΑΥΤΗΣ - Θα το γεμίσω με κεντημένες δαντέλες.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Αν μ’ αφήσει η μάνα μου.
ΝΑΥΤΗΣ - Σήκω πάνω.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Για ποιο λόγο;
ΝΑΥΤΗΣ - Για να σε δω.
ΠΑΡΘΕΝΑ - (Σηκώνεται.) Να ’μαι.
ΝΑΥΤΗΣ - Τι όμορφα μπούτια που έχεις!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Από μικρή καβαλούσα ποδήλατο.
ΝΑΥΤΗΣ - Εγώ ένα δελφίνι.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Κι εσύ είσαι όμορφος.
ΝΑΥΤΗΣ - Όταν είμαι γυμνός.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Τι ξέρεις να κάνεις;
ΝΑΥΤΗΣ - Να τραβάω κουπί.

(Ο ΝΑΥΤΗΣ παίζει το ακορντεόν, σκονισμένο και κουρασμένο σαν τον 17ο αιώνα.)

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - (Μπαίνοντας.) Προχωράει υπερβολικά γρήγορα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Ποιος προχωράει γρήγορα;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ο αιώνας.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Είσαι αναστατωμένος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Είναι γιατί το βάζω στα πόδια.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Ποιος σε κυνηγά;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ο χρόνος που ζυγώνει.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν είδες το πρόσωπό μου;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Γι’ αυτό σταμάτησα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν είσαι μελαψός.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Είναι γιατί ζω τη νύχτα.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Τι θέλεις;
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Δώσε μου νερό.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Δεν έχουμε στέρνα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Εγώ όμως πεθαίνω από δίψα!
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα σου δώσω γάλα απ' τα στήθη μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - (Ξαναμμένος.) Γλύκανε το στόμα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Αλλά είμαι παρθένα.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Ρίξε μου μια σκάλα και θα περάσω τη νύχτα στο πλάι σου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Είσαι άσπρος και θα ’σαι πολύ κρύος.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Έχω μεγάλη δύναμη στα μπράτσα μου.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Θα σ’ άφηνα αν ήθελε η μάνα μου.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Άντε.
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Και γιατί όχι;
ΠΑΡΘΕΝΑ - Έτσι. Γιατί όχι…
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ - Άντε...
ΠΑΡΘΕΝΑ - Όχι.

(Γύρω από το φεγγάρι γυρίζει μια ρόδα από σκούρα μπρίκια. Τρεις σειρήνες, τσαλαβουτώντας στα κύματα, πλανεύουν τους καραμπινιέρους της απόκρημνης ακτής. Η ΠΑΡΘΕΝΑ στο μπαλκόνι της σκέφτεται να δώσει ένα σάλτο από το γράμμα Ω και να πέσει στην άβυσσο. Ο ΕΜΙΛΙΟ ΠΡΑΔΟΣ και ο ΜΑΝΟΛΙΤΟ ΑΛΤΟΛΑΓΙΡΕ [1], με πρόσωπα κατάλευκα από τη ναυτία, σαν αλευρωμένα, την τραβούν απαλά από το στηθαίο.)

(Αυλαία.)

[1] Ο Εμίλιο Πράδος και ο Μανολίτο Αλτολαγίρε ήταν Ισπανοί ποιητές, φίλοι του Λόρκα και δημιουργοί του λογοτεχνικού περιοδικού Sur, μέσα από το έργο των οποίων αναδείχθηκε η περίφημη λογοτεχνική «Γενιά του '27», στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο Λόρκα (σ.τ.Μ.)

***Δημοσιεύθηκε στο ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό Μονόκλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: