Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

"Νυκτουρία" - Διήγημα


"Σκάκι των τεσσάρων εποχών ή 'Τετρεποχικό' σκάκι"
Από το Libro de los Juegos (Βιβλίο των Παιγνίων)
του Αλφόνσου Ι' του Σοφού
(Πηγή φωτογραφίας)

****Ακόμα μια ενδιαφέρουσα συνεργασία του φίλου του ιστολογίου που υπογράφει με το ψευδώνυμο "Καλοπροαίρετος", για την οποία τον ευχαριστούμε πολύ.

Νυκτουρία

- Πάλι;

- Πάλι. Ρολόι το άτιμο.

- Θα σηκωθείς;

- Όχι, θα ξεξυπνήσω για τα καλά• επιτόπου, στην κοιτωνίδα. Θα με πάει άλλη μία σε είκοσι λεπτά, και μετά τέλος, θα με αφήσει ήσυχο μέχρι το πρωί.

- Κι εγώ λαγοκοιμάμαι, μη νομίζεις• το 'βρασα με τη σιέστα. Θέλεις να παίξουμε ένα προφορικό τετρεποχικό, να ξεγελάσουμε την ώρα;

- Μπα• ύστερα από τριάντα χρόνια γάμου, έχουμε μάθει απέξω και ανακατωτά ο ένας τα κόλπα και τα στρατηγήματα του άλλου, δεν υπάρχει παρτίδα που να μην έχουμε ξαναπαίξει. Αν είναι, λίγη κουβεντούλα, να μου έρθουν και τα τελευταία, και να ξανακοιμηθώ.

- Θέλεις να παραβγούμε στην ποίηση;

- Γιατί όχι; Μόνο Μανρίκε μην πιάσεις, είναι βαρύς για δύο τα χαράματα• καμιά σερανίγια ή κανένα ρομανθέρο, μέχρι εκεί. Ξεκινώ: Μια σταλιά είν' η καρδερίνα και τ' αηδόνι μια σταλιά...

- ....κι όμως πιο γλυκά λαλούνε κι απ' τα πιο τρανά πουλιά(1) Αρχιερέας Ρούιθ. Εύκολο. Σειρά μου: Σε πανέμορφη κοιλάδα ροδολούλουδα γεμάτη...

- ...είδα τρεις καλοκυράδες που γυρεύαν την αγάπη(2) Μαρκήσιος ντε Σαντιλιάνα. Αφελείς κοινοτοπίες• με μουσική υπόκρουση κάτι πάει κι έρχεται, ξεροσφύρι όμως δεν πάνε κάτω με τίποτα.

- Έπη δεν παίζουν;

- Ιππότες και ανδραγαθήματα θέλει η κουτσούνα μου; Τέτοια να σου φτιάξω εγώ στο γόνατο όσα θέλεις. Λοιπόν, άκου:

Η μεγαλοθυμία του Καπιτάν Γκονθάλο Φερνάντεθ της Κόρδοβα

Ο δον Γκονθάλο κίνησε να πάρει τη Γρανάδα.
Σύναξε και αρμάτωσε πιστούς στο βασιλέα,
δυο πήχες λάβαρο έσιαξε για τον μπαϊρακτάρη,
και σάλπιγγα βροντόφωνη του μπουραζάνη ορίζει.

Καβάλησε τον ρούσσο του, στον κάμπο ροβολάει.
Άστραφτ' η πανοπλία του σαν το κρουστό μπακίρι.

Πέμπει μπροστά βηματιστή, αντάμα κι ιχνηλάτη,
δρόμο κρυφό να εύρουνε, στην πλάτη να τους βγούνε.

Πήγανε, βάλανε ντορό και μυστικά σημάδια,
γυρίσαν, και του Καπιτάν μηνύσαν το χαμπέρι.

Ξεκίνησαν οι Χριστιανοί σαν έπεσε το δείλι,
στον ύπνο να τους πιάσουνε τους άπιστους τους Μόρους.
Ατός του στρατηλάταγε στο άτι του απάνω,
κι έδινε θάρρος του μιανού, εγκάρδιωνε τον άλλο.

Εκεί προς τα μεσάνυχτα, είχανε πια ζυγώσει,
χαμένο βρίσκουν τον ντορό, άφαντα τα σημάδια.
Στη στράτα εξεσείρισαν, αλλόγυρους εκάναν.
Αντάρα ξεσηκώθηκε, τον φταίχτη για να βρούνε.

- Αρχόντοι και κοντόσταυλοι, σκούταροι και πεόνες,
δεν φταίει ο βηματιστής, μήτε ο ιχνηλάτης.
Σημάδια βάλανε σωστά, ντορό καλό εφτιάξαν.
Αέρηδες τα σάρωσαν, νεροσυρμές τα ήπιαν.

Σπολλάτη σου, βηματιστή, άφεριμ, ιχνηλάτη.
Παινέματα σάς πρέπουνε και όχι κατηγόριες.
Στο δείπνο που θα στρώσουμε σαν διώξουμε τους Μόρους,
δίπλα μου θα καθήσετε στο γιορτινό τραπέζι.

- Μμμ, δεν είναι κακό...

- ...αλλά δεν είναι και καλό. Εντάξει, καλό είναι, αν λογαριάσεις ότι το ταίριαξα από μνήμης σε λίγα λεπτά• και κάλλιστο, αν το συγκρίνεις με τα πιλάφια της Ανθολογίας του Μπαένα. Παρατήρησες κάτι;

- Εξέταση μού κάνεις; Προφανές: ιστορεί σημερινά γεγονότα, με τη γλώσσα και την τεχνοτροπία του Άσματος του μίο Θιδ, τρεις αιώνες πίσω.

- Πάντα έλεγα ότι έχεις αντίληψη.

- Τίποτα καινούργιο πες. Σήκω να το γράψεις, θα το ξεχάσεις. Να σου ανάψω το καντηλέρι στο σεκρετάριο;

- Ούτε σηκώνομαι, ούτε φώτα θέλω• δεν θα με παίρνει μετά ο ύπνος. Κι έπειτα, σιγά τη νέα Αινειάδα. Να είχε κάποια πρωτοτυπία, να ήταν, ας πούμε, αφηγητής το σπαθί τού Καπιτάν Γκονθάλο, ή να προχωρούσε η διήγηση με ανάποδη χρονική σειρά, να το συζητούσαμε.

- Πρωτοποριακές συλλήψεις, δεν νομίζω ότι ο κόσμος είναι έτοιμος να τις δεχτεί και να τις καταλάβει. Το άλλο, προχωράει;

- Ποιο, εκείνη η ραψωδία για τα ταξίδια του Γενουάτη που σκαρώνω; Κοντεύω, στο χτένισμα είμαι τώρα, στην δέκατη ωδή βρίσκομαι, δώδεκα έχει συνολικά. Ό,τι αξίζει όμως είναι η καινοτόμα μετρική του: έχω εξελίξει την τέρτσα ρίμα του Δάντη, ώστε να απομνημονεύεται και στη συνέχεια να απαγγέλλεται ή και να τραγουδιέται ευκολότερα. Όταν το τελειώσω, θα το σπρώξω τεχνηέντως σε κανένα τροβαδούρο της αυλής, να του βάλει μουσική και να το παρουσιάσει για δικό του. Αλλά γιά στάσου, εσύ πού τα ξέρεις αυτά; Κατάλαβα, σκάλιζες τα συρτάρια μου. Ποιος σου έβγαλε αντικλείδι; Μη μου πεις, ο οπλουργός• καλά τον είχα υποπτευθεί εγώ.

- Ποια ραψωδία και ποιος οπλουργός, χριστιανέ μου; Ιδέα δεν έχω γι' αυτά, πρώτη φορά τ' ακούω. Για τη γιεσερία των κιόνων στην αίθουσα των κατόπτρων έλεγα αν προχωράει• έχουμε δεξίωση μεθαύριο, και η σάλα είναι τίγκα στο ροκανίδι.

- Τι, μόνος μου καρφώθηκα; Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας, γέρο μου. Τσιμουδιά εσύ, έτσι; Αν μάθουν οι υπήκοοί μας ότι ο βασιλιάς τους δεν είναι ένας αποφασιστικός πολέμαρχος, αλλά ένας αιθεροβάμων ποετάστρος, να ξέρεις, θα προφτάσω κι εγώ στον εξομολογητή σου ότι διασκεδάζεις με παίγνια αυτών των ανθρωποφάγων• και τότε... τσίκνα μού μυρίζει.

- Δεν ανησυχώ• ακόμα και αν με έβλεπε ο Φράυ Φρανθίσκο, θα έκανε τα στραβά μάτια: τον κρατάμε στα γερά, σου θυμίζω.

- Θα τα αρνηθεί όλα, ο έκφυλος εσχατόγηρος.

- Ας ανοίξει αυτός το θέμα, και θα δούμε τίνος είν' το πάνω πάνω. Αν είναι κατακριτέα μια καθ΄όλα ευσεβής και ελεήμων βασίλισσα που παίζει πατόλλι, τότε τι είναι ένας ανώτατος ιερωμένος που, εκτός του ότι έχει καταπατήσει κατάφωρα τον όρκο του για πενία και ακτημοσύνη, πασπατεύει, δήθεν πατρικά, την υπ...

- Πάψε.

- Όχι, δεν παύω. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον έχεις ξανοίξει πώς κοιτάει σαν ξελιγωμένος τον...

- Πάψε, είπα• το απαιτώ εγώ, ο κύρης και αφέντης σου.

- Κύρη έχουν τα καράβια, και αφέντη τα σκυλιά• και, για την περίπτωση που το ξέχασες, Tanto monta, monta tanto, Isabel como Fernando.

- Να τα, μου ήρθαν και τα τελευταία.

- Α, ώστε αλλάζουμε κουβέντα όταν δεν μας συμφέρει, ε;

- Πώς μου αρέσει ο ήχος της πορσελάνης...

- Και με ζητάγανε καν και καν. Παστρέψου τουλάχιστον λίγο• όχι στο μεταξωτό σεντόνι, ανεπρόκοπε!

- Τι σου έλεγα; Ρολόι• όπου να 'ναι αλλάζει και η φρουρά.

- Με γεια τ' αυτιά, μόλις άλλαξαν• δεν άκουσες τις κλαγγές από τις αλαβάρδες; Όλο και κουφαίνεσαι, μου φαίνεται.

- Κι εγώ σ' αγαπώ. Ύπνον ελαφρύ.

Οι στίχοι στο πρωτότυπο:

(1) Chica es la calandrina, et chico el ruysennor, / pero más dulçe canta que otra ave mayor, από το De las propiedades que las duennas chicas han (Για τα καλά που έχουν οι κοντές γυναίκες), του Αρθιπρέστε Χουάν Ρούιθ (1283-1350), μετάφραση Ηλίας Ματθαίου.

(2) Por una gentil floresta / de lindas flores e rosas, / vide tres damas fermosas / que de amores han requesta, από το Villancico que hizo el Marqués a tres hijas suyas (Βιλιανθίκο σε τρεις από τις κόρες του), του Μαρκήσιου ντε Σαντιλιάνα (1398-1458), μετάφραση Ηλίας Ματθαίου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό!